Εκφοβιστική συμπεριφορά (Bullying)

Α) Τί είναι το Bullying;

Η εκφοβιστική συμπεριφορά (bullying) είναι μια σκόπιμη και συνειδητοποιημένη επιθετική πράξη που πράττει ένας ή πολλά άτομα ενάντια σε έναν ή περισσότερα άτομα. Η εκφοβιστική συμπεριφορά αποτελεί μέρος του γενικότερου φάσματος της παραβατικής συμπεριφοράς, και ασκείται πολύ έντονα στην καθημερινή ζωή, ιδιαιτέρως δε στα σχολεία. Στην εποχή μας έχει λάβει μορφή επικίνδυνης μάστιγας, αντικατοπτρίζοντας ίσως τη γενικότερη ηθική κρίση στο μικρόκοσμο του σχολείου.

Στην εκφοβιστική συμπεριφορά συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα: α) ο θύτης: είναι το άτομο (ο δράστης) που προκαλεί την επιθετική πράξη, β) το θύμα : είναι το άτομο που δέχεται την επιθετική πράξη από το θύτη, γ) ο θεατής: είναι το άτομο που παρακολουθεί την διαδικασία μιας επιθετικής πράξης.

Η εκφοβιστική συμπεριφορά συνήθως έχει τα εξής χαρακτηριστικά: i) το άτομο δεν ασκεί τυχαία μια εκφοβιστική συμπεριφορά αλλά την κάνει σκόπιμα, ii) ο θύτης υπερισχύει σε δύναμη και θέλει να βλάψει το θύμα, iii) η συμπεριφορά μπορεί να είναι άμεση ή και έμμεση, iv) δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί μόνο σωματική βλάβη στο θύμα, v) μια εκφοβιστική συμπεριφορά μπορεί να λάβει χώρα σε διάφορα μέρη (π.χ. στην αυλή, στις τουαλέτες ενός σχολείου, στην τάξη, στο δρόμο ή στο διαδίκτυο).

Οι μορφές που μπορεί να έχει μια εκφοβιστική συμπεριφορά είναι: σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική, διαδικτυακή ή κοινωνικού αποκλεισμού. Παρουσιάζεται σε όλο το φάσμα της αναπτυξιακής περιόδου του παιδιού, κυρίως όμως κατά την εφηβεία. Συνήθως τα αγόρια έχουν μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής και ως δράστες και ως θύματα σε σχέση με τα κορίτσια. Ως θύτες, τα αγόρια χρησιμοποιούν απειλές ή και σωματικό εκφοβισμό, ενώ τα κορίτσια ασκούν ψυχολογικό εκφοβισμό. Στο διαδίκτυο και τα δύο φύλα ασκούν ψυχολογικό εκφοβισμό.

Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς δεν αφορούν μόνο το άτομο – θύμα αλλά όλους όσους λαμβάνουν μέρος σε μια τέτοια πράξη. Αναλυτικότερα:
Θύτης. Ένα παιδί – θύτης έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξει άλλες παρεμβατικές συμπεριφορές (π.χ. κλοπές). Εξάλλου έχει βρεθεί μεγάλη σχέση μεταξύ της εκφοβιστικής συμπεριφοράς που έχουν τα παιδιά στο σχολείο και της εγκληματικότητας που αναπτύσσουν αυτά τα παιδιά σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Θύμα. Σοβαρές επιπτώσεις έχουν και τα θύματα μιας εκφοβιστικής συμπεριφοράς. Μπορεί να αναπτύσσουν συναισθήματα φόβου, θυμού, μελαγχολίας, ντροπής, κοινωνική απομόνωση, ψυχοσωματικά προβλήματα, πτώση της επίδοσης στο σχολείο κ.τ.λ., αλλά και να μετατραπούν εύκολα σε θύτη σε κάποιον πιο αδύναμο έτσι ώστε να εκφράσουν τον θυμό τους. Θεατής. Αρνητικές επιπτώσεις υπάρχουν και για όσους παρακολουθούν μια εκφοβιστική συμπεριφορά. Τα άτομα αυτά μπορεί να βιώσουν αισθήματα άγχους (π.χ. μπορεί εγώ να είμαι ο επόμενος) και φόβου για το σχολείο. Παράλληλα, αυξάνονται οι πιθανότητες οι θεατές στο μέλλον να εμπλακούν ως θύτες σε ανάλογα περιστατικά εκφοβισμού.

Β) Οι ρίζες του προβλήματος

Η παραβατικότητα εν γένει είναι θέμα πολυπαραγοντικό, και κυρίως περιβαλλοντικό. Όταν δεν καλύπτονται οι ανάγκες του παιδιού, αυτό θα βρεί τρόπο να τις εκφράσει. Συνήθως σχετίζεται με την ασταθή εικόνα της ταυτότητας και του εαυτού, συνδυασμένη με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το παιδί προσπαθεί να κερδίσει αυτοεκτίμηση μέσα από αυτό, να βρει την υπόσταση του, ή να φανεί δυνατό ώστε να το θαυμάσουν οι άλλοι. Φυσικά με τρόπο δυσλειτουργικό. Εδώ υπεισέρχονται οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Δηλαδή το πώς έχει μεγαλώσει το παιδί, τί εμπειρίες κουβαλάει και τί μηνύματα παίρνει. Το θέμα είναι αρκετά σύνθετο. Μπορεί να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου η παραβατικότητα είναι τρόπος ζωής και να την μιμηθεί, ή μπορεί να μεγαλώνει σε ένα σπίτι που το αγνοούν.

Ας πιάσουμε όμως το πρόβλημα από τις ρίζες του. Το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί το βασικό συντελεστή στη διαμόρφωση της ταυτότητας και του χαρακτήρα του παιδιού. Οι οικογενειακοί παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν ή να προκαλέσουν παραβατική συμπεριφορά είναι (μεταξύ άλλων) οι ακόλουθοι: i) Ελλιπές επίπεδο γονικού ελέγχου και εποπτείας, ii) ανεπαρκής ή λάθος οριοθέτηση (π.χ. σκληρές τιμωρίες, διπλά μηνύματα), iii) γονικές συγκρούσεις (π.χ. “δύσκολο” διαζύγιο, ενδο-οικογενειακή βία), iv) κακοποίηση προς το ίδιο παιδί ή τον έφηβο, v) παραμέληση, vi) ποιοτικά ανεπαρκής σχέσης γονέα – παιδιού, vii) παραβατικός τρόπος ζωής γονέων, αδερφών ή συγγενών. Όταν ένα παιδί έχει χαμηλή γονική επίβλεψη είναι πολύ πιθανότερο να μάθει να προσβάλει τους άλλους. Μελέτες συχνά βρίσκουν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ ελλιπούς εποπτείας και παραβατικών συμπεριφορών, καθώς και μεγαλύτερη πιθανότητα παραβατικής συμπεριφοράς εφήβων που έζησαν σε μονογονεικές οικογένειες οι οποίες ζουν σε συνθήκες φτώχειας.

Η παραβατικότητα των ανηλίκων εκφράζεται συχνά μέσα από μια επαναστατική διάθεση, η οποία όμως συχνά εμπεριέχει παράνομες δραστηριότητες (στοχευμένα ή και λόγω νεανικής άγνοιας). Οι ατομικοί παράγοντες κινδύνου είναι συνήθως η προσωπικότητα του εφήβου, η νοητική του κατάσταση (π.χ. μετά από χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ), ο δείκτης γνωστικής και συναισθηματικής νοημοσύνης, η έλλειψη αίσθησης και αναγνώρισης εννοιών όπως η αυτοφροντίδα, η αυτογνωσία και η αυτοεκτίμηση.

Πρόληψη: Αναγνώριση της χαμηλής αυτοεκτίμησης στην παιδική ηλικία

Εμβαθύνοντας στο πρόβλημα, θα λέγαμε πως τα θέματα αυτοεκτίμησης παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη τόσο της παραβατικής συμπεριφοράς (θύτης) όσο και την ένταξης των παιδιών σε ρόλο θύματος. Τα συναισθήματα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ζωή ενός ατόμου από τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Η αναγνώριση, η κατανόηση, η αποδοχή και η εξωτερίκευσή τους βάζουν τους θεμέλιους λίθους της συναισθηματικής ωρίμανσης που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην εφηβική και ενήλικη ζωή.

Έρευνες έχουν δείξει ότι ο μέσος όρος της αυτοεκτίμησης είναι υψηλότερος στην παιδική ηλικία από ότι στην μετέπειτα ζωή. Παρόλα αυτά υπάρχουν παιδιά που δυστυχώς βιώνουν την ζωή μέσα από το πρίσμα της χαμηλής αυτοεκτίμησης. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση στα παιδιά τείνει να συνδέεται με την έλλειψη έκφρασης συναισθημάτων, στοργής και επιβράβευσης από τους γονείς καθώς και με την σωματική τιμωρία. Τα παιδιά συχνά λαμβάνουν θετική προσοχή από τους σημαντικούς ενήλικες (συνήθως τους γονείς) μόνο όταν ενεργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό ωθεί το παιδί να σκεφτεί ότι είναι σημαντικό μόνο όταν ενεργεί με συγκεκριμένο τρόπο (για παράδειγμα να είναι άριστο στο σχολείο κλπ.), εκπληρώνοντας πολλές φορές μόνο τις προσδοκίες των σημαντικών ενηλίκων.
Τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση αντιμετωπίζουν την δυσφορία τους με αντιπαραγωγικές στρατηγικές όπως η αποφυγή, ο εκφοβισμός, η εξαπάτηση, το ψέμα κλπ. Φυσικά, όλα τα παιδιά θα εμφανίσουν σε κάποια φάση της ζωής τους παρόμοιες συμπεριφορές, όμως όταν αυτό γίνεται σε μόνιμη βάση θα πρέπει να προβληματίσει. Τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να διασκεδάσουν, φαίνονται ντροπαλά, είναι ευάλωτα στον εκφοβισμό και είναι πιο πιθανό να υποκύψουν στις πιέσεις των συνομηλίκων. Επιπρόσθετα αποφεύγουν να δοκιμάζουν τις δυνατότητες τους σε νέες δραστηριότητες ή τείνουν να τα παρατούν πιο εύκολα φοβούμενα την αποτυχία. Έρευνες δείχνουν ότι τα κορίτσια και τα αγόρια είναι εξίσου ευάλωτα στην παιδική ηλικία. Παρόλα αυτά τα κορίτσια τείνουν να κουβαλούν το αίσθημα πολύ περισσότερο στις εφηβικές ηλικίες.

Φυσικά, το ποσοστό συναισθηματικής ωριμότητας επηρεάζει τον τρόπο που τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και εν τέλει τον τρόπο που νιώθουν και πράττουν. Δέκα βασικά σημάδια που φανερώνουν χαμηλή αυτοεκτίμηση από την πρώιμη σχολική ηλικία είναι: 1) Αναπαραγωγή των υποτιμητικών σχολίων (που ακούει το παιδί) από συνομηλίκους ή από τους σημαντικούς ενήλικες, 2) μη ελκυστική εικόνα του εαυτού που εκφράζεται με αυτο-χαρακτηρισμούς (όπως «είμαι άχρηστος/η», «είμαι ανόητος/η», «είμαι ένας χαμένος/η», «είμαι ένας αποτυχημένος/η», «είμαι ένα φορτίο», «είμαι μη σημαντικός/η»), 3) ανικανότητα αποδοχής σχολίων επιβράβευσης ή συγχαρητηρίων, 4) αδυναμία ανάληψης πρωτοβουλιών ή ρίσκων που συνδέονται με μη-γνώριμες εμπειρίες φοβούμενος/η την αποτυχία, 5) αποφυγή κοινωνικής αλληλεπίδρασης με συνομηλίκους ή ενήλικες, 6) επιδίωξη της υπέρμετρης προσοχής, και του επαίνου από τους συνομηλίκους ή τους ενήλικες, 7) αδυναμία αναγνώρισης προσωπικών θετικών χαρακτηριστικών ή ταλέντων. Υπερβολική ανάγκη σύγκρισης των χαρακτηριστικών αυτών με τα αντίστοιχα άλλων παιδιών, 8) υπερβολικός φόβος απόρριψης από τους συνομηλίκους ή τους σημαντικούς ενήλικες, 9) αδυναμία έκφρασης αντιρρήσεων (και ορίων) στους άλλους λόγω υπέρμετρου φόβου απόρριψης, και 10) αδυναμία έκφρασης των προσωπικών προτιμήσεων και αναγκών.

Η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης γενικά επιτυγχάνεται συχνά μέσα από την ενθάρρυνση της έκφρασης του συναισθήματος, ώστε να κατανοήσουν και να μάθουν τα βασικά συναισθήματα (της ευτυχίας, της θλίψης, του φόβου, του θυμού, της έκπληξης και της αηδίας) αλλά και τα πιο πολύπλοκα από μικρή ηλικία. Η ενθάρρυνση έρχεται μέσα από πολλούς τρόπους (ζωγραφική, θέατρο, τραγούδι), αλλά και μέσα από τον ποιοτικό χρόνο που θα περάσει ο γονέας με το παιδί του, αφουγκραζόμενος τις ανάγκες του και ενθαρρύνοντας τη λεκτική έκφραση, κάνοντας ερωτήσεις όπως: «πώς ένιωσες που σήμερα έπαιξες με το αγαπημένο σου παιχνίδι;», «πώς ένιωσες που σε μάλωσε ο μπαμπάς;». Οι γονείς (αλλά και οι εκπαιδευτικοί) συχνά δεν χρησιμοποιούν τέτοιου τύπου ερωτήσεις, είτε γιατί τις θεωρούν ρητορικές, και αυτονόητες, είτε υπερβολικά απλοϊκές. Παρόλα αυτά συχνά τα παιδιά (δημοτικού αλλά και πολύ μεγαλύτερα) απαντούν περιγραφικά, αναφέροντας γεγονότα, πρόσωπα κλπ., χωρίς ίχνος αναφοράς στο συναίσθημα. Αν η δεξιότητα αυτή δεν αναπτυχθεί, οδηγεί συχνά σε σύγχυση, καταπίεση, αλλά και ματαίωση, στοιχεία που είναι αλληλένδετα με την αίσθηση της αυτοεκτίμησης. Το παιδί θα πρέπει να νιώθει ελεύθερο να εκφράσει αυτό που πραγματικά νιώθει. Π.χ. «Θύμωσα πολύ μαζί σου απόψε μαμά γιατί δεν με άφησες να δώ τηλεόραση μέχρι αργά». Εδώ θα πρέπει να γίνει μια παρατήρηση. Το γεγονός ότι το παιδί εκφράζει το θυμό του δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να ξενυχτίσει παρακολουθώντας τηλεόραση. Τα όρια θα πρέπει να είναι σαφή, και αποτελούν ένα τελείως διαφορετικό κεφάλαιο στην ζωή των παιδιών. Το θέμα των ορίων έχει περιγραφεί εκτενέστερα από τη στήλη αυτή σε προηγούμενες εκδόσεις της «Φιλυρέας». Εν συντομία, το παιδί μαθαίνει να αγαπά τον εαυτό του όταν μεγαλώνει μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Ασφαλές περιβάλλον δεν σημαίνει ένα περιβάλλον χωρίς όρια. Αντίθετα, το παιδί μαθαίνει να είναι λειτουργικό μέσα από τα όρια. Είναι λογικό και υγιές πως το παιδί θα νιώσει και δυσαρεστημένο. Του δίνεται όμως ο κατάλληλος χώρος και χρόνος για να το εκφράσει. Αν δεν του δοθεί, τότε αυτή η «καταπίεση» θα επηρεάσει την συμπεριφορά (πολλές φορές επιθετική ή καταθλιπτική) αλλά και την αυτοεκτίμηση (τύψεις, ενοχές ότι τίποτα δεν κάνει καλά κλπ.). Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να είμαστε πάντα χαρούμενοι (έτσι κι αλλιώς η ζωή έχει πολλές ανηφόρες που θα πρέπει να ανέβουμε) αλλά να μπορούμε να νιώθουμε ελεύθεροι να βιώσουμε συναισθήματα μας, να νιώθουμε πως έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε λάθη, αλλά και το δικαίωμα να ζητήσουμε βοήθεια ή φροντίδα. Καλό θα ήταν λοιπόν αυτό να καλλιεργηθεί από νωρίς! Η αίσθηση ελευθερίας, το δικαίωμα της έκφρασης, αλλά και της ευθύνης (που αναλογεί στην εκάστοτε ηλικία) καλλιεργούνται από νεαρή ηλικία, και αποτελούν θεμελιώδεις ποιότητες για μια ψυχικά υγιή ζωή. Ο γονιός αλλά και ο δάσκαλος θα πρέπει να μάθουν να αποδέχονται τα συναισθήματα του παιδιού, να έρχονται κοντά του μέσα από αυτά και να του εξηγούν ότι είναι φυσιολογικά να τα βιώνουν (μέσα από ιστορίες, παραδείγματα κλπ).

Τα όρια παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου αυτού, καθώς μπορεί να αποτελέσουν καθοδηγητές και εμπνευστές της συμπεριφοράς των παιδιών συντελώντας ταυτόχρονα στις διαδικασίες της μάθησης. Τα παιδιά που μεγαλώνουν ακολουθώντας όρια μαθαίνουν να αγαπούν τον εαυτό τους, να τον σέβονται, να το συγχωρούν και να τον φροντίζουν. Επιπρόσθετα, τα όρια παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην συναισθηματική αλλά και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν συνήθως οι γονείς είναι πως το παιδί αισθάνεται ασφάλεια μέσα από τα λειτουργικά όρια. Ξέρει πως έχει ένα πρόγραμμα, μια καθοδηγητική γραμμή. Κατανοεί πως η ζωή έχει υποχρεώσεις και ευθύνες, και φυσικά βοήθεια και επιβράβευση.

Ένας άλλος τρόπος μέσω του οποίου ενισχύεται η αυτοεκτίμηση των παιδιών είναι ο σχεδιασμός και η επίτευξη των στόχων. Θέτοντας μικρούς πραγματοποιήσιμους (και ανάλογους με την ηλικία του) στόχους το παιδί αντιλαμβάνεται σημαντικές έννοιες όπως αυτές της ευθύνης, της συνέπειας, οι οποίες αν ερμηνευθούν σωστά μέσα από δημιουργικές διαδικασίες οδηγούν σε αισθήματα ικανοποίησης, υπερηφάνειας, αλλά και αποδοχής του λάθους και αυτογνωσίας.

Γ) Παρέμβαση

Οικογένεια: Το σχολείο οφείλει να ενημερώσει τους γονείς του θύτη για την κατάστασή αλλά και τις μελλοντικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η συμπεριφορά του. Να τονιστεί η σημασία της συμμετοχή τους και η προσοχή που πρέπει να δίνουν στο παιδί (να μην είναι πολλές ώρες μόνος του), αλλά και η στήριξη που μπορεί να χρειάζονται οι ίδιοι. Στους γονείς πρέπει να δοθεί έντυπο υλικό με πληροφορίες και να παροτρυνθούν να επικοινωνήσουν με κάποιο δημόσιο (π.χ. ΚΕ.Δ.Δ.Υ) ή ιδιωτικό φορέα για να υπάρξει πιο επιστημονική καθοδήγηση (π.χ. ψυχολόγο), τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και για την στήριξη των γονέων. Η άμεση ανακοπή μιας δυσμενούς ψυχικής πορείας για το παιδί είναι πρωταρχική ευθύνη των κηδεμόνων του και δεν επιτρέπεται καμία αναβολή στην παρέμβαση. Αργότερα θα είναι πολύ δυσκολότερη η αντιμετώπιση για όλους τους εμπλεκόμενους.

Σχολείο: Τρόποι με τους οποίους το σχολείο μπορεί να αντιδράσει είναι οι εξής: i) Το σχολείο οφείλει να φροντίσει για την ενημέρωση όλων των εμπλεκομένων (μαθητών, δασκάλων, γονέων) μέσα από δραστηριότητες και εκδηλώσεις (π.χ. project, ζωγραφική κ.τ.λ.) για το τί είναι η εκφοβιστική συμπεριφορά και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει. Προτείνεται η ενεργή συμμετοχή των παιδιών των μεγαλύτερων τάξεων του σχολείου, τα οποία «αδερφοποιούνται» με παιδιά μικρότερων τάξεων, τα οποία και φροντίζουν στο χώρο του σχολείου. ii) Διοργάνωση ενδεχόμενα εκδηλώσεων, πέρα από τα μαθησιακά πλαίσια, για την ανάπτυξη ενός καλού κλίματος στο σχολείο, ώστε να δημιουργούνται καλές σχέσεις μεταξύ των μαθητών. iii) Ενημέρωση των παιδιών για τα όρια που πρέπει να έχει η συμπεριφορά τους μέσα στο σχολικό χώρο. iv) Ο δάσκαλος της τάξης (σε συνεργασία με γονείς, αρμόδιους φορείς) οφείλει να αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης και να δημιουργήσει ευχάριστο κλίμα στην τάξη. v) Να ενημερώσει με σαφήνεια το θύτη και όλη την τάξη για τα όρια που πρέπει να έχει η συμπεριφορά τους μέσα στο σχολικό χώρο και την τάξη. vi) Μπορεί να δημιουργηθούν πίνακες με τους κανόνες συμπεριφοράς των μαθητών, στη δημιουργία των οποίων να συμμετάσχουν απαραίτητα όλοι οι μαθητές (θύτες, θύματα, θεατές).  vii) Να γίνει σύναψη συμβολαίου τιμής (παρουσία γονέων) με υποχρεώσεις δασκάλου – θύτη σε επίπεδο συμπεριφοράς και επιπτώσεις αν παραβιαστούν. viii) Να σχεδιαστούν δραστηριοτήτες που προσελκύουν το ενδιαφέρον του θύτη, ώστε να αναπτύξει τις κοινωνικές του δεξιότητες. ix) Να ενθαρρυνθούν οι ομαδικές εργασίες και τα παιχνίδια, όπου θα ορίζονται από την αρχή οι στόχοι και στο τέλος κάθε δραστηριότητας θα υπάρχει ανατροφοδότηση για την εκπλήρωση των στόχων. Ο θύτης θα πρέπει να εμπλέκεται στο σχεδιασμό του προγράμματος και στην αξιολόγησή των προσπαθειών του, να επιβραβεύεται από το δάσκαλο όταν υπάρχει θετική συμπεριφορά, και το πρόγραμμα αυτό να επεκτείνεται και στο σπίτι. x) Κατά τα χρονικά σημεία όπου εμφανίζεται η παραβατική συμπεριφορά (πχ διαλείμματα σχολείου) μπορεί να εφαρμόζονται προγράμματα προσχεδιασμένα (πχ καθορισμένα παιχνίδια), όπου θα ενισχύεται η θετική συμπεριφορά, ο αυτοέλεγχος και η αυτοδιαχείριση, με σκοπό τη μείωση των επεισοδίων. xi) Ενημέρωση των παιδοψυχολόγων του σχολείου και των αρμόδιων φορέων.

Οι περιπτώσεις εξωσχολικής εκφοβιστικής συμπεριφοράς αντιμετωπίζονται ανάλογα με την περίσταση. Γενικολογώντας,  επιβάλλεται επικοινωνία με τους κηδεμόνες του θύτη, ή -αν αυτό δεν είναι εφικτό- αποφυγή του περιβάλλοντος που λαμβάνει χώρα η συμπεριφορά αυτή.

Σύμφωνα με τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι η προσοχή δεν πρέπει να στρέφεται μόνο στο θύμα μιας εκφοβιστικής συμπεριφοράς. Όλα τα παιδιά έχουν την ανάγκη από στήριξη και φροντίδα ώστε να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν (είτε είναι θύτες, είτε θεατές, είτε θύματα). Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν πρέπει να παραβλέπονται οι συνέπειες στις ψυχές των παιδιών-θεατών. Ας είναι όλοι οι γονείς ενήμεροι για την ύπαρξη νοσηρότητας στο περιβάλλον που ανατρέφονται τα παιδιά. Το σχολείο είναι η δεύτερη οικογένεια του παιδιού, που θα επιδράσει καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Η σχολική κοινότητα σε συνεργασία με τους γονείς και τους αρμόδιους φορείς πρέπει να είναι πάντα σε επαγρύπνηση και να δρα άμεσα αποτρέποντας τέτοιες συμπεριφορές.

[πηγή: Παιδοψυχολογία-Παιδοψυχιατρική, Πανεπιστήμιο Αιγαίου]