Η επίδραση των γονέων στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών

 

 

 

Από τη βρεφική ηλικία γεννιόμαστε με ένα είδος ενστίκτου που μας οδηγεί στην προσκόλληση στα άτομα που θα μας παρέχουν ασφάλεια και προστασία. Από το δεύτερο μήνα της ζωής τα βρέφη αλληλεπιδρούν οπτικά και ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, εκδηλώνοντας προτιμήσεις σε άτομα, μιμούνται και θέτουν τα πρώτα βήματα της συναισθηματικής κοινωνικοποίησής τους. Ας σημειωθεί πως το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου είναι υπεύθυνο τόσο για την επεξεργασία των οπτικοχωρικών πληροφοριών όσο και των συναισθηματικών εκφράσεων του προσώπου.

Η συναισθηματική επικοινωνία εκφράζει τη θεμελιώδη σχέση ανάμεσα σε ένα παιδί και τους γονείς του, και συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Κατά τη διάρκεια αυτών των μη – λεκτικών διαπροσωπικών επαφών ο γονιός και το βρέφος συντονίζονται συναισθηματικά και προσφέρουν ερεθίσματα ο ένας στον άλλο, για την βέλτιστη ρύθμιση του επίπεδου της διέγερσης και του ενδιαφέροντος.

Έχει δειχθεί ότι τα παιδιά με ασφαλή συναισθηματική πρόσδεση με τους γονείς τους δείχνουν να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση κατά την επίλυση προβλημάτων και είναι πιο αποτελεσματικά στη συμμετοχική συμπεριφορά. Παίζουν συχνότερα το ρόλο του αρχηγού της ομάδας συνομήλικων και είναι πιο θετικά στην έκφραση των συναισθημάτων τους.

Στη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία η διαπροσωπική αλληλεπίδραση ενός παιδιού με τους γονείς ή τους φροντιστές του έχει να κάνει με το πώς οι τελευταίοι ανταποκρίνονται στις ανάγκες του. Ο τρόπος που ένα βρέφος ή νήπιο δέχεται φροντίδα, του επιτρέπει να αρχίσει να διαμορφώνει ιδέες και πεποιθήσεις και να αποκτά προσδοκίες για το ίδιο και τους άλλους στις μελλοντικές διαπροσωπικές του σχέσεις.

Συνεπώς, όταν οι γονείς ανταποκρίνονται αποτελεσματικά κι επικοινωνούν θετικά με τα παιδιά τους, τούς δείχνουν σεβασμό και εκτίμηση, τότε και εκείνα αισθάνονται ότι έχουν εισακουστεί και έχουν γίνει αντιληπτά, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η αυτοπεποίθηση κι η αυτοεκτίμησή τους. Ο θετικός τρόπος φροντίδας έχει συναισθηματικές συνιστώσες που γενικεύονται στις μετέπειτα διαπροσωπικές σχέσεις και επηρεάζουν όλα τα επόμενα στάδια εξέλιξης του παιδιού.

Η επίδραση της ποιότητας της σχέσης του ζευγαριού

Παράγοντες που καθορίζουν την ψυχολογική υγεία, ισορροπία και ανάπτυξη των παιδιών αποτελούν η κληρονομικότητα, η προσωπική προδιάθεση του παδιού, διάφορες εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες, αλλά και η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού από την περίοδο πριν αποφασίσουν ακόμη να κάνουν παιδιά. Μια ουσιαστική σχέση στο ζευγάρι, όπου τα δυο άτομα έχουν έρθει κοντά, μαζί, σαν δυο ολοκληρωμένες αυτοδύναμες οντότητες και έχουν καταστήσει τους εαυτούς τους κοινωνούς σε μια κοινή προσπάθεια εξέλιξης, ολοκλήρωσης και δημιουργίας. Ένα τέτοιο ζευγάρι που έχει μια ψυχοκοινωνικά ισορροπημένη σχέση, καλή επικοινωνία και με προοπτική εξέλιξης έχει τη δυνατότητα να πάρει συνειδητά την απόφαση να φέρει στον κόσμο ένα παιδί. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι άντρες και οι γυναίκες που ήταν ικανοποιημένοι από τον εαυτό τους και τη σχέση με το σύντροφό τους, πριν αλλά και μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, είχαν την δυνατότητα να μεγαλώσουν πιο ισορροπημένα και ψυχικά υγιή παιδιά.

H περίοδος της συνειδητοποίησης της νέας πραγματικότητας μετά τον ερχομό του πρώτου παιδιού, όπου οι σύζυγοι μεταβάλλονται σε γονείς και ο γάμος σε οικογένεια, είναι μια δύσκολη μεταβατική φάση στη ζωή του ζευγαριού, καθώς προκύπτουν νέα συναισθήματα, άγχη και εντάσεις. Μια δύσκολη φάση, που είναι όμως πολύ σημαντική για τη μελλοντική εξέλιξη των παιδιών.

Γονιός δε γεννιέσαι, γίνεσαι. Και αυτό δεν απαιτεί σπουδές και γνώσεις ψυχολογίας. Απαιτεί έμπρακτο ενδιαφέρον και ποιοτική γονεϊκή παρουσία, ώστε τα παιδιά να μην μεγαλώνουν στον “αυτόματο πιλότο”. Θα ήταν ευχής έργο το ζευγάρι να προβληματιστεί γόνιμα πολύ πριν κάνει παιδιά, αλλά και μετά την απόκτησή τους. Η ανάληψη της «Γονεϊκής Ταυτότητας» προϋποθέτει όχι μόνο την ικανότητα της αναπαραγωγής, αλλά και την ικανότητα, τη διάθεση και την απόφαση να μεγαλώσεις ισορροποιημένα παιδιά, σωματικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και πνευματικά, και να τα διαπαιδαγωγήσεις ορθά.

Η σωστή διαπαιδαγώγηση εξαρτάται αρχικά από την πρόθεση του ζευγαριού να δουλέψει σκληρά πάνω στην επικοινωνία τους, στο μοίρασμα των διαφόρων ρόλων και υποχρεώσεων, στις παραχωρήσεις που κάνει ο ένας για τον άλλο, στην εξέλιξη της ατομικής και κοινής τους ζωής, στην συγχώρεση λαθών και στα μαθήματα που πρέπει να παίρνουν ο ένας από τον άλλο και οι δυο από τα παιδιά τους. Γονείς που επικοινωνούν σωστά μεταξύ τους δε θα χρειαστεί να κάνουν ποτέ κήρυγμα στα παιδιά τους! Ούτε στην εφηβεία!

Μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά γονέων που έχουν μια «δύσκολη επικοινωνιακά σχέση» (χωρίς διάλογο μεταξύ τους, ασκούν αρνητική αλληλοκριτική και κάθε είδους βία, υπάρχει γονική απουσία, ψυχολογική ή/και σωματική) παρουσιάζουν δύο φορές περισσότερο από τα άλλα παιδιά ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Ειδικότερα παρουσιάζουν:

  • Αυξημένη αίσθηση έλλειψης αυτοπεποίθησης
  • Αισθήματα ανασφάλειας
  • Μη προσαρμοστικότητα στο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον
  • Υψηλό άγχος
  • Αρνητικό τρόπο σκέψης
  • Υπερκινητικότητα, Διάσπαση Προσοχής, Νευρικότητα
  • Αυξημένη αντικοινωνική συμπεριφορά ή και ανάγκη εξάσκησης βίας στον εαυτό και στους άλλους
  • Ψυχοσωματικά προβλήματα.

Η συμπεριφορά του ζευγαριού επηρεάζει τόσο τη μετέπειτα εξωτερική συμπεριφορά των παιδιών (ικανότητα κοινωνικοποίησης, τοποθέτησης απέναντι στα γεγονότα και ικανότητα πραγματοποίησης στόχων),όσο και τα εσωτερικά συναισθήματα (ασφάλειας, ηρεμίας, σταθερότητας, αυτοπεποίθησης και ισορροπίας).

Τα παιδιά ζουν και εξελίσσονται με το δικό μας παράδειγμα ζωής και πράξης, και όχι μόνο με τα λόγια μας. Εάν θέλουμε να τα βοηθήσουμε και να τα εμπνεύσουμε, ώστε να γίνουν ολοκληρωμένα, ώριμα, ψυχικά και κοινωνικά προσαρμοσμένα, ικανά, δημιουργικά άτομα, πρέπει να αρχίσουμε πρώτιστα με το να βοηθάμε, υποστηρίζουμε και να εμπνέουμε εμάς τους ίδιους καθημερινά.

[αναφορά: Παιδοψυχιατρική-παιδοψυχολογία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου]